ἰσχύς

ἰσχύς
ἰσχ-ύς [v. sub fin.], ύος, ,
A strength of body, Hes.Th.146, 823, etc.;

ἀκμαὶ ἰσχύος Pi.O.1.96

;

δεινὸν ἰσχύος θράσος S.Ph.104

;

τὴν ἰ. δεινὰ καὶ τὴν ῥώμην Pl.Smp.190b

;

πρὸς ἰσχὺν ὀφθαλμοὶ ἄριστα πεφυκότες X.Smp.5.5

: pl.,

ἰσχύες καὶ ἀσθένειαι Pl.R.618d

;

κατὰ σωμάτων ἰσχῦς καὶ εὐμορφίας Id.Lg.744c

; of places,

ἰσχὺς γῆς S.OC610

; of a fortified place, Th.4.35.
2 might, power, θεοῦ, θεῶν, A.Th.226 (lyr.), S.Aj. 118;

ἰ. βασιλεία A.Pers.590

(lyr.), cf. 12(anap.); ὅπου γὰρ ἰ. συζυγοῦσι καὶ δίκη might and right, Id.Fr.381; φύσεως ἰ., of Themistocles, Th. 1.138; ἐπὶ μέγα ἐλθεῖν ἰσχύος to a great height of power, Id.2.97, cf. 1.85, etc.;

παρὰ ἰσχὺν τῆς δυνάμεως Id.7.66

; ἰ. μάχης fighting power, Id.2.97;

ἰ. τῆς ἐλπίδος Id.4.65

, cf. 2.62; ἡ τῶν νόμων ἰ. POxy.67.14 (iv A.D.); validity, PGrenf.2.71ii11 (iii A.D.), etc.
3 brute force, κατ' ἰσχύν perforce, opp. δόλῳ, A.Pr.214;

πρὸς ἰσχύος κράτος S.Ph. 594

;

πρὸς ἰσχύος χάριν E.Med.538

;

ὑπὸ τῆς ἰσχύος Epicr.3.10

;

κατέχοντες ἰσχύϊ τὸ πλῆθος Th.3.62

;

εἴ τι ἰσχύϊ πράττεται, ἰσχυρῶς πράττεται Pl.Prt.332b

.
4 motive force, Arist.Ph.250a6; ἡ κινοῦσα ἰ. Id.Cael.275b20, al.
5 in Lit. Crit., vigour of style, D.H.Pomp.3, Comp. 2,al.
II in Tactics, the main body of troops,

οὔπω ἡ ἰ. πάρεστιν X.Cyr.1.4.19

. [[pron. full] in gen., etc.: in nom. and acc. sg. [pron. full] in Pi.N.11.31 (acc.): [pron. full] in Trag. and Com., A.Th.1080 (anap.), Ch.721 (anap.), S. Aj.118, Men.449
.] (Perh. ϝισχύς, cf. βίσχυν, γισχύν.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ισχύς — η γεν. ύος 1. δύναμη: Ισχύς του σώματος. – Ισχύς του έθνους. 2. δύναμη επιβολής, επιρροή: Δεν έχει καμία ισχύ στον υπουργό. 3. νομικό κύρος: Το συμβόλαιο αυτό δεν έχει ισχύ. – Τέθηκε σε ισχύ ο νόμος. 4. φυσικό μέγεθος που εκφράζει το έργο που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχύς — ἰσχύ̱ς , ἰσχύς strength fem acc pl ἰσχύς strength fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυς — Ἴσχῡς , Ἴσχυς masc/fem acc pl Ἴσχυς masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύας — ἰσχύς strength fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύες — ἰσχύς strength fem nom/voc pl ἰσχύ̱ε̄ς , ἰσχύω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύν — ἰσχύς strength fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσχύων — Ἴσχυς gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύων — ἰσχύς strength fem gen pl ἰσχύ̱ων , ἰσχύω to be strong pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυε — Ἴσχυς nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”